σόκκος — ὁ, ΜΑ, και σόκος Μ είδος βρόχου που χρησίμευε για τη σύλληψη και κατακρήμνιση ιππέων από τον ίππο. [ΕΤΥΜΟΛ. Στρατιωτικός όρος άγνωστης προέλευσης] … Dictionary of Greek
σόκκοις — σόκκος lasso masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σώκος — (I) ὁ, Α 1. ισχυρός, δυνατός («σῶκος ἐριούνιος Ἑρμῆς», Ομ. Ιλ.) 2. προσωνυμία τού πλανήτη Ερμή. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκός τ. αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, το προσηγορικό σῶκος προήλθε από το ανθρωπωνύμιο Σῶκος (< *Σάοκος), υποκοριστικό τ. ενός σύνθ … Dictionary of Greek
σοκάρω — (I) Ν 1. προκαλώ δυσάρεστη έκπληξη σε κάποιον με απρεπή λόγο ή με ανάρμοστη πράξη 2. προκαλώ τον αποτροπιασμό 3. παθ. σοκάρομαι α) υφίσταμαι δυσάρεστη έκπληξη από μια ενέργεια ή από ένα γεγονός β) παθαίνω σοκ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. choquer]. (II) Ν … Dictionary of Greek
σοκκεύω — και σοκεύω Μ [σόκκος / σόκος] κάνω χρήση σόκκου … Dictionary of Greek
σωκάριον — τὸ, ΜΑ σχοινί. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αντί ενός αναμενόμενου *σοκκάριον < σόκκος / σόκος (πρβλ. και μσν. σῶκος [ΙΙ])] … Dictionary of Greek
σωκίζω — Ν πιάνω, συλλαμβάνω με θηλειά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῶκος (II), άλλος τ. τού σόκκος / σόκος] … Dictionary of Greek