σόκκος

σόκκος
σόκκος
Grammatical information: m.
Meaning: `lasso' Malalas about the Huns.
Derivatives: σοκκεύω `catch by the lasso'.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown.

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σόκκος — ὁ, ΜΑ, και σόκος Μ είδος βρόχου που χρησίμευε για τη σύλληψη και κατακρήμνιση ιππέων από τον ίππο. [ΕΤΥΜΟΛ. Στρατιωτικός όρος άγνωστης προέλευσης] …   Dictionary of Greek

  • σόκκοις — σόκκος lasso masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σώκος — (I) ὁ, Α 1. ισχυρός, δυνατός («σῶκος ἐριούνιος Ἑρμῆς», Ομ. Ιλ.) 2. προσωνυμία τού πλανήτη Ερμή. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκός τ. αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, το προσηγορικό σῶκος προήλθε από το ανθρωπωνύμιο Σῶκος (< *Σάοκος), υποκοριστικό τ. ενός σύνθ …   Dictionary of Greek

  • σοκάρω — (I) Ν 1. προκαλώ δυσάρεστη έκπληξη σε κάποιον με απρεπή λόγο ή με ανάρμοστη πράξη 2. προκαλώ τον αποτροπιασμό 3. παθ. σοκάρομαι α) υφίσταμαι δυσάρεστη έκπληξη από μια ενέργεια ή από ένα γεγονός β) παθαίνω σοκ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. choquer]. (II) Ν …   Dictionary of Greek

  • σοκκεύω — και σοκεύω Μ [σόκκος / σόκος] κάνω χρήση σόκκου …   Dictionary of Greek

  • σωκάριον — τὸ, ΜΑ σχοινί. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αντί ενός αναμενόμενου *σοκκάριον < σόκκος / σόκος (πρβλ. και μσν. σῶκος [ΙΙ])] …   Dictionary of Greek

  • σωκίζω — Ν πιάνω, συλλαμβάνω με θηλειά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῶκος (II), άλλος τ. τού σόκκος / σόκος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”